- στρέφω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, -άω και δ. αν. στρόφω Α1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό δρόμο και χάθηκε» γ. «πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε», Ευρ.)2. (μτβ.) γυρίζω κάτι επί τόπου, μετακινώ κάτι γύρω από τον πραγματικό ή νοητό άξονά του, περιστρέφω (α. «στρέφω την τανάλια» β. «στρέφω τα μάτια» γ. «καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῡ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον», Ηρόδ.)3. κατευθύνω κάτι από μία κατάσταση σε άλλη (α. «έστρεψε την προσοχή του σε άλλα ενδιαφέροντα» β. «πόλιν πρὸς ἴδιον κέρδος στρέφειν», Ευρ.)4. (αμτβ.) μεταβάλλομαι (α. «στρέφου μηδ' αλλάσσου», Ερωτόκρ.β. «ἔστρεψε δὲ ὁ θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)νεοελλ.1. (αμτβ.) επιστρέφω («ωσά γεράκια στρέψασι να ξανατρέξουν πάλι», Ερωτόκρ.)2. (μέσ. και παθ.) στρέφομαια) αλλάζω μέτωπο ή κατεύθυνση (α. «στράφηκε προς το μέρος μας» β. «ο ποταμός στράφηκε προς τα πίσω»)β) κινούμαι κυκλικά, γυρίζω γύρω από τον άξονα μου, περιστρέφομαι («ο τροχός άρχισε να στρέφεται σιγά σιγά»)3. φρ. «στρέφω τα νώτα»α) υποχωρώβ) μτφ. παραιτούμαι από μια προσπάθειααρχ.1. μεταβάλλω τη στάση ή τη διεύθυνση ενός πράγματος, μετακινώ κάτι επί τόπου («στρέψ' ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῑνα θαλάσσης», Ομ. Οδ.)2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω κάποιον να κάνει στροφή3. (αμτβ.) παίρνω κλίση ή κάνω μεταβολή («Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔθετο», Ξεν.)4. δίνω κάτι πίσω («μεταμεληθεὶς ἔστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ)5. (αμτβ.) α) αποσύρομαι («στρέψον τι, δούλη», Ηρωδιαν.)β) κατευθύνομαιγ) (για μέλος τού ανθρώπινου σώματος) νοσώ («βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβυρίζει», Ιπποκρ.)6. ανατρέπω, αναστρέφω κάτι («αὐτόματον ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός;», Ευρ.)7. (ως τεχνικός όρος για τους παλαιστές) ανατρέπω τον αντίπαλο8. τροποποιώ, μετατρέπω («στρέφειν πανταχή τά γράμματα» Πλάτ.)9. μεταβάλλω τη φύση ενός πράγματος («τοῡ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων», ΠΔ)10. ιδιοποιούμαι ξένα χρήματα («ὥστε οὐκ ἔχων ὅποι στρέψοιε τὰ χρήματα», Λυσ.)11. εξαρθρώνω12. βασανίζω (α. «κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα», Αντιφάν.β. «οἱ μύθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν», Πλάτ.)13. (σχετικά με μουσ. κομμάτι) κάνω λάθος κατά την εκτέλεση14. πλέκω με περιστροφή15. κλώθω16. (μέσ. και παθ.) α) κινούμαι εδώ κι εκεί («τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην», Αριστοφ.)β) κινούμαι προς κάτι ή φεύγω από κάπου («ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης», Ομ. Ιλ.)γ) παίρνω κάτι μαζί μου («στρέψαι στράτευμα ἐς Ἄργος ὡς τάχιστα γε», Σοφ.)δ) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλοε) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι («κἄν σοῡ στραφείη θυμός», Σοφ.)στ) περιστρέφομαι κυκλικάζ) (για αφηρημένες έννοιες) είμαι απασχολημένος πάντοτε με κάτι («περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ή σοφιστική», Αριστοτ.)η) περιφέρομαι («στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια», Φιλόδ.)θ) (για πράγμ.) είμαι άφθονος («ταῡτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά»Σοφ.)ι) (για τόπο) κείμαι, βρίσκομαι17. μτφ. α) σκέπτομαι, κλώθω στο μυαλό του («τί στρέφω τάδε;», Ευρ.)β) μέσ. μηχανώμαι («πάσας στροφὰς στρέφεσθαι», Πλάτ.)18. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρεφόμεναλόγοι με διττή σημασία ή ερμηνεία19. φρ. α) «ποῑ στρέφει;» — πού φεύγεις;β) «στρέφεσθαι μετόπισθεν» — το να γυρίζει κανείς πίσωγ) «στρέφειν ἄνω καὶ κάτω» — κινώ κάτι πάνω κάτω, το ανακατεύωδ) «γῆν στρέφειν» — το να ανασκάπτει κανείς τη γη με τη σκαπάνη ή με το άροτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στρέφω παρουσιάζει όλη την μεταπτωτική ποικιλία τού θ. στρεφ- και σημασιολογικά αντικατέστησε το αρχαιότερο σύστημα των ρ. εἰλύω, εἰλέω και της λ. σπεῖρα. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος ανάγονται οι τ. στρόφος* και στροφή*, στη συνεσταλμένη βαθμίδα ο παρακμ. ἔστραμμαι και ο παθ. αόρ. β' ἐστράφην, ενώ στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ο επιτ. ενεστ. τ. στρωφῶ*. Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγονται οι τ. στρέψις και στρέμμα. Το ρηματ. επίθ. στρεπτός, εξάλλου, πρέπει να σχηματίστηκε υστερογενώς από την απαθή βαθμίδα τού θέματος αντί της αναμενόμενης συνεσταλμένης. Από το ίδιο θ. με το ρ. στρέφω αλλά με ηχηρό μέσο σύμφωνο -β- (πιθ. λόγω τού δημοφιλούς χαρακτήρα τών τύπων) έχουν σχηματιστεί τα επίθ. στρεβ-λός (πρβλ. τυφλός, χω-λός) και στραβ-ός* και τα ουσ. στρόβ-ος*, στρό-μ-β-ος*, στροιβ-ός* (για την εναλλαγή δασέος και μέσου συμφώνου στο θέμα, πρβλ. και τρέφω: θρόμβος, στείβω: στῖφος). Αν υποτεθεί, τέλος, ότι το μυκην. kusutoroqa αποδίδει τη λ. συστροφή, θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι η ρίζα τού ρήματος είχε χειλοϋπερωικό φθόγγο.ΠΑΡ. στρέμμα, στρεπτικός, στρεπτός, στρέψη, στροφή, στρόφοςμσν.- νεοελλ.στρέψιμο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρεψοδικώαρχ.στρεψαύχην, στρεψηλάκατος, στρεψίκερως, στρεψίμαλλος, στρεψίμελος, στρεψοδικοπανουργίανεοελλ.στρεψόδικης, στρεψόδικος. (Β' συνθετικό) αναστρέφω, αντεπιστρέφω, αντιστρέφω, αποστρέφω, διαστρέφω, επιστρέφω, καταστρέφω, μεταστρέφω, περιστρέφω, συναναστρέφω / -ομαι, συστρέφωαρχ.εκστρέφω, ενστρέφω, παραστρέφω, προστρέφω, υποστρέφωνεοελλ.γοργοστρέφω, επαναστρέφω, μισοκαταστρέφω, ξαναστρέφω, σιγοστρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.